Tα γεφύρια που συναντά κανείς διάσπαρτα στον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων συνιστούν μια μορφή παρέμβασης του ανθρώπου η οποία λειτουργεί τόσο σε πρακτικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο σηματοδοτώντας το άνοιγμα νέων οριζόντων μέσω του εμπορίου και την ανάπτυξη δεσμών και επαφών ανάμεσα σε όμορες κοινότητες.
Τα πέτρινα γεφύρια του Αράχθου μάρτυρες της τέχνης των μαστόρων από την Πράμαντα, τους Χουλιαράδες, το Σκλούπο και το Μιχαλίτσι στέκουν στο διάβα των ποταμών και αφηγούνται την ιστορία της θέλησης του ανθρώπου να τιθασεύσει την ορμή της φύσης. Κάθε ένα από αυτά συνδεδεμένο με την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του απηχεί και αντανακλά τις εικόνες και τα βιώματα μιας άλλης εποχής. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν το γεφύρι της Πλάκας, η της Πολίτσας, και η γέφυρα Παπαστάθη που από κοινού με εκείνη της Πλάκας οριοθετούν την χαράδρα του Αράχθου. Γεφύρια όμως συναντάμε και στο εσωτερικό οικισμών όπως για παράδειγμα στους Καλαρρύτες (γέφυρα Κουιάσας) ή στο Ματσούκι (γέφυρα Καρλίμπου). Στην περίπτωση αυτή ο ρόλος τους είναι διττός καθώς λειτουργούν ως δίοδοι επικοινωνίας τόσο με το εσωτερικό όσο και με την περιφέρεια του οικισμού.